EPA Budapesti Negyed 54. (2006/4) ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ: Γεώργιος Σίνας... < > Szerzőinkről
Aυτοκρατορίες, μεταναστεύσεις και επιχειρηματικές δραστηριότητες
________________
ΜΑΡΙΑ ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΧΑΤΖΗΪΩΑΝΝΟΥ

 

Στο κείμενο αυτό εξετάζονται μεθοδολογικές προτάσεις, που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην κατανόηση του ρόλου της ελληνικής εμπορικής διασποράς ως επιχειρηματικής μειονότητας στην αψβουργική αυτοκρατορία. Παράλληλα αποτελεί μέρος ενός ερευνητικού σχεδίου που αφορά τις αυτοκρατορίες του 18ου και 19ου αιώνα: την οθωμανική, τη αψβουργική, τη ρωσική και την βρετανική ως χώρους εξάπλωσης ελληνικών εμπορικών δικτύων.


Εμπόριο και αυτοκρατορία

Πριν από μερικά χρόνια οι M. Hardt–A. Negri, επανέφεραν στο προσκήνιο τη συζήτηση σχετικά με τις Αυτοκρατορίες, με το γνωστό έργο τους για την αμερικανική αυτοκρατορία. Στο κεφάλαιο για την ιδεολογία της παγκόσμιας αγοράς το ενδιαφέρον τους επικεντρώνεται στην υλοποίηση της, που πραγματοποιείται μέσα από την αποδόμηση των συνόρων του εθνικού κράτους, σε αντίθεση με την προγενέστερη περίοδο κατά την οποία τα εθνικά κράτη ήταν οι προεξάρχοντες συντελεστές της νεωτερικής ιμπεριαλιστικής οργάνωσης της παγκόσμιας παραγωγής και ανταλλαγής. Σήμερα στην παγκόσμια αγορά τα εθνικά κράτη εμφανίζονται συχνά ως εμπόδια, ενώ το εμπόριο των ανοικτών συνόρων συνένωνε διαφορές. Με την κατάλυση των εθνικών συνόρων η παγκόσμια αγορά αποδεσμεύεται από τις δυαδικές διαιρέσεις που είχαν επιβάλλει τα εθνικά κράτη και μέσα σε αυτό τον νεοφανή ελεύθερο χώρο εμφανίζεται ένα τεράστιο πλήθος διαφορών.
[1] Εδώ θα ήθελα να παρατηρήσω ότι αυτό το σχόλιο μπορεί να μας οδηγήσει σε μια αναγωγή σε παλαιότερες, εποχές πριν από τη δημιουργία των εθνικών κρατών του 19ου αιώνα, όταν ο ρόλος των κραταιών αυτοκρατοριών, όπως της οθωμανικής, της αψβουργικής, της ρωσικής, ήταν καθοριστικός στη διαμόρφωση των διεθνικών εμπορικών σχέσεων.
H οικονομική μετανάστευση των Eλλήνων κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας απλώθηκε πέρα από τον «ενοποιημένο» χώρο της οθωμανικής αυτοκρατορίας. H διακίνηση των αγροτικών, κτηνοτροφικών προϊόντων, των πρώτων υλών και βιομηχανικών προϊόντων πύκνωσε σε λιμάνια και χερσαίες αγορές του οθωμανικού χώρου που είχαν συχνή ανταπόκριση με αντίστοιχα οικονομικά κέντρα της ιταλικής χερσονήσου, της Αυστρίας, της Ουγγαρίας, της Mαύρης Θάλασσας, της Aγγλίας.
Η οργάνωση της εμπορικής μετανάστευσης κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας στους γεωγραφικούς χώρους της Αψβουργικής, της Ρώσικης και της Βρετανικής αυτοκρατορίας στηρίχτηκε στη δημιουργία δικτύων, ικανών να προσδώσουν ισχύ, δύναμη και συνακόλουθα όφελος στα μέλη της ομάδας. Μια οικογενειακή, ή εθνοτοπική ομάδα μπορούσε να συνδυάζει, να αξιοποιεί και να διακινεί οικονομικά και πολιτισμικά κεφάλαια μέσα από θεσμικά χαρακτηριστικά, με την προβολή συλλογικής δυναμικότητας και την επιβολή όρων της ηθικής οικονομίας στα μέλη της. Η οργάνωση των ελληνικών δικτύων στους γεωγραφικούς χώρους των παραπάνω αυτοκρατοριών παρουσιάζει κοινά χαρακτηριστικά.
[2]
Το εμπόριο ήταν μια οικονομική δραστηριότητα που εισήγαγε έναν μεγάλο αριθμό τοπικών εμπόρων, καθώς και εμπόρων της διασποράς από την οθωμανική αυτοκρατορία στις διεθνείς και διεθνικές εμπορικές συναλλαγές. Οι εμπορικές συναλλαγές αποτελούσαν την πλατφόρμα πάνω στην οποία έμποροι διαφορετικής προέλευσης, έθνους και θρησκείας συναντιόνταν στα οικονομικά κέντρα της Οθωμανικής, της Ρωσικής, της Αψβουργικής αυτοκρατορίας. Οι έμποροι και οι δραστηριότητές τους διαμόρφωναν την οικονομία της αγοράς, που διέθετε χαρακτηριστικά τα οποία υπό ορισμένους όρους συγκροτούσαν μια ομοιογενή κουλτούρα. Στον 18ο αιώνα πύκνωσαν οι δραστηριότητες που συνδέονταν με τις μεταφορές και το εμπόριο μέσα στην οθωμανική αυτοκρατορία προσελκύοντας ομάδες με διαφορετική εθνική προέλευση και θρησκεία.


Μετανάστης – επιχειρηματίας

Oι ιστορικοί που ασχολούνται με την ευρωπαϊκή οικονομική μετανάστευση έχουν χρησιμοποιήσει μεθοδολογικά εργαλεία που ξεπερνούν την απλή οικονομική εξήγηση του μοντέλου των παραγόντων έλξης- απώθησης (push- pull factors) και αναλύουν έννοιες όπως η αλυσιδωτή μετανάστευση, η οποία στηρίζεται στα δίκτυα, στη συγγένεια και τη φιλία, στην πληροφόρηση, στην αλληλεγγύη και γενικά σε μη οικονομικούς παράγοντες οι οποίοι συνεπικουρούν τους αμιγώς οικονομικούς.
[3]
Ο έμπορος και η οργάνωση της εμπορικής επιχείρησης αποτελούσαν την καρδιά της οικονομίας στις αγορές του 18ου και του αρχόμενου 19ου αιώνα. H αναγκαιότητα πρόσβασης στις αγορές- διοχέτευσης προς τη μεταποίηση και την κατανάλωση αυτών των προϊόντων οδήγησε στην οργάνωση οικογενειακών επιχειρήσεων που τα μέλη τους ήταν διεσπαρμένα σε διάφορες αγορές. Oικογενειακές μονάδες και εθνοτοπικές ομάδες αποτελούσαν τον πυρήνα της εμπορικής μετανάστευσης, μια μετανάστευση που δεν ερμηνεύεται με ντετερμινιστικά μοντέλα. Πρόκειται για μια επιλεκτική διαδικασία στην οποία μετέχουν ορισμένα άτομα, τα οποία αποφασίζουν πότε και πού θα μετοικήσουν μέσα σε ένα πλαίσιο σχετικής προσωπικής και θεσμικής ελευθερίας. Οι μη-οικονομικοί παράγοντες που καθόρισαν την εμπορική μετανάστευση κατά τη διάρκεια της πρώιμης βιομηχανικής περιόδου ήταν ο τόπος προέλευσης και η οικογένεια, καθώς και συστήματα ηθικής αξίας (θρησκεία, γλώσσα, συνήθειες, γνώση/ τεχνογνωσία).
Το εμπόριο των αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων, των πρώτων υλών και των μεταποιημένων αγαθών (κυρίως ύφασμα) αναπτύχθηκε στα λιμάνια και τις αγορές της οθωμανικής αυτοκρατορίας, που είχαν πυκνή επικοινωνία με τα αντίστοιχα λιμάνια από τη Μαύρη Θάλασσα έως την Αγγλία. Οι ομάδες των ελληνικών εμπορικών οικογενειών οργανώθηκαν μέσα στην οθωμανική αυτοκρατορία και επεκτάθηκαν στην ανατολή και τη δύση διαμορφώνοντας τα δίκτυα της ελληνικής επιχειρηματικής Διασποράς. Το θαλάσσιο διαμετακομιστικό εμπόριο έγινε ο άξονας της οικονομικής ανάπτυξης της ανατολικής Μεσογείου, και πόλεις- λιμάνια όπως η Σμύρνη, η Κωνσταντινούπολη, η Θεσσαλονίκη, η Αλεξάνδρεια, το Ταγανρόκ και η Οδησσός παρείχαν τον συνδετικό μηχανισμό της αγροτικής παραγωγής των οθωμανικών και ρωσικών εδαφών με τη δυτική Ευρώπη.
Παράλληλα ένα εκτεταμένο δίκτυο χερσαίων διαδρομών, παρά την κατώτερη υποδομή του, αναπτύχθηκε από τη νότια βαλκανική χερσόνησο της οθωμανικής αυτοκρατορίας στην κεντρική Ευρώπη προς την αψβουργική και ρωσική αυτοκρατορία. Οι έλληνες έμποροι συνυπήρξαν, ανταγωνίστηκαν και σπάνια συνεργάστηκαν με άλλες εθνικές ομάδες της ίδιας θρησκείας όπως οι Σέρβοι, ή διαφορετικές όπως οι Εβραίοι και οι Αρμένιοι. Για παράδειγμα, συναντάμε Έλληνες που συμβίωναν και ανταγωνίζονταν άλλους έμπορους όπως οι Σέρβοι στην Τεργέστη και τη Βιέννη, όπως οι Εβραίοι στην Οδησσό, όπως οι Γερμανοί και οι Ιταλοί στο Λονδίνο και το Μάντσεστερ. Οι χώρες υποδοχής, ως νέο κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον, πρόσφεραν νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες μαζί με νέα πολιτιστικά και επιχειρηματικά πρότυπα. Η εγκατάσταση και οργάνωση των εθνικών εμπορικών ομάδων στα οικονομικά κέντρα των μεγάλων αυτοκρατοριών παρείχε συχνά τη δυνατότητα πρόσβασης σε μια εκτεταμένη αγροτική περιοχή, χώρο εμπορικής εκμετάλλευσης μέσα από προσωπικά δίκτυα, καθώς και τη δυνατότητα διαχείρισης της επιχείρησης σ’ ένα κέντρο που παρείχε εμπορική υποδομή (αποθήκες, τελωνείο, εμποροδικείο, πιστωτικά ιδρύματα) και οικονομικές πληροφορίες.
O μετανάστης δεν είναι μακριά από τον τύπο του επιχειρηματία, με την έννοια ότι πραγματοποιεί στρατηγικές επιλογές σχετικά με τον τόπο μετανάστευσης και τον τύπο της οικονομικής απασχόλησης στο νέο τόπο εγκατάστασης. Μπορούμε να συνδυάσουμε στην ιστορική έρευνα τις έννοιες πάροικος, μετανάστης και επιχειρηματίας, είναι όμως αναγκαίο να προσδιορίζονται σε κάθε παράδειγμα τα ατομικά δεδομένα, ν’ αναγνωρίζονται τα οικονομικά μεγέθη, καθώς και τα κοινωνικά και οικονομικά συμφραζόμενα της κάθε εποχής.
Ο έμπορος- επιχειρηματίας της προβιομηχανικής περιόδου καθορίστηκε από τους οικονομικούς κινδύνους, οι οποίοι ήταν ακριβώς και το αντικείμενο της εκμετάλλευσής του. Ο έμπορος της Διασποράς αναζητούσε πληροφορίες, οι οποίες κυκλοφορούσαν στον ίδιο ρυθμό με την κυκλοφορία των εμπορευμάτων και των ταξιδιωτών. Μέσω αυτής της διαδικασίας οι έμποροι γίνονταν επιχειρηματίες, με τη μεταφορά των δραστηριοτήτων τους σε διαφορετικούς γεωγραφικούς τόπους, καθώς επίσης και σε ποικίλους επενδυτικούς τομείς, αξιοποιώντας τις πληροφορίες που συγκέντρωναν μέσα από το προσωπικό τους δίκτυο, διαχειριζόμενοι κεφάλαια ανάλογα με τη ζήτηση στην αγορά.
[4] Η επιτυχία (success story) του μετανάστη- επιχειρηματία έχει γίνει γνωστή από σταδιοδρομίες όπως της οικογένειας Σίνα, της οικογένειας Χαρίση, της οικογένειας Τακιατζή, της οικογένειας Μουράτη, της οικογένειας Νάκου, αλλά μπορεί να προσδιοριστεί και από στρατηγικές επιλογές μικρότερης σημασίας εμπόρων μεσαίου οικονομικού μεγέθους, όπως η οικογένεια Πόνδικα κ.α.[5]
Ήδη από τον 19ο αιώνα η έννοια της μειονότητας έχει χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει ομάδες μέσα σε μεγαλύτερα πληθυσμιακά σύνολα που διεκδικούσαν την ομοιογένεια και την πλειοψηφία. Η οργάνωση της μεταναστευτικής ομάδας στο νέο τόπο εγκατάστασης μπορούσε να οδηγήσει στην κατασκευή μιας μειονότητας μέσα στο αστικό κέλυφος των αυτοκρατοριών. Μειονότητα με την σημασία που ορισμένες ομάδες αποκτούσαν όταν συγκροτούσαν μια ιδιαίτερη ενότητα, ξεχωριστή από το σύνολο της κοινωνίας στην οποία ανήκαν, διαθέτοντας ιδιαίτερα προνόμια, καθήκοντα και υποχρεώσεις, που καθόριζαν και τις σχέσεις τους με τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας. Οι Εβραίοι αποτελούν ένα παράδειγμα που χαρακτήρισε τη σχετική με τις μειονότητες βιβλιογραφία.
Οι μεγάλες αυτοκρατορίες προσέλκυσαν οργανωμένες εθνικές ομάδες εμπορικών οικογενειών παρέχοντας μια σχετική οικονομική ασφάλεια και ένα ιδεολογικό πλαίσιο αναφοράς στην κάθε εθνικο-θρησκευτική ομάδα, συχνά με ομογενοποιητικά πλεονεκτήματα για την ίδια την ομάδα. Οι διαφορετικές εθνικές μειονότητες, που κινητοποιήθηκαν από τα ίδια οικονομικά κίνητρα, μετανάστευσαν προς τα οικονομικά κέντρα αυτών των αυτοκρατοριών που προσέφεραν μια μοναδική εμπειρία μέσα από τη διαδικασία της μετανάστευσης με την απόκτηση γνώσης των νέων χωρών, των νέων ιδεών και των νέων πρακτικών των εμπορικών συναλλαγών. Το κοινό πλαίσιο για όλες τις εθνικές, θρησκευτικές Διασπορές ήταν ο σχηματισμός κεφαλαίου που βασίστηκε στην προσωπική εργασία, την οικογενειακή βοήθεια και την ευστροφία να εκμεταλλευθούν επιχειρηματικές ευκαιρίες.


Ένα παράδειγμα ερμηνείας

Στο τρίπτυχο θεωρητικό πλαίσιο της αυτοκρατορίας, της εμπορικής μετανάστευσης και της επιχειρηματικής δραστηριότητας μπορούμε να εντάξουμε την εθνική ομάδα των Ελλήνων, των Σέρβων, ή την θρησκευτική ομάδα των Εβραίων, των Αρμενίων ως επιχειρηματικές μειονότητες.
Στην αψβουργική αυτοκρατορία οι ορθόδοξοι έλληνες έμποροι οργάνωσαν τις εμπορικές τους δραστηριότητες από τον 17ο αιώνα στις γνωστές «κομπανίες», σε εμπορικά κέντρα που εντοπίζονται στη συνοριακή ζώνη μεταξύ οθωμανικής και αψβουργικής αυτοκρατορίας. Η οργάνωση των πάροικων του 17ου και 18ου αιώνα σε εμπορικές κομπανίες διασφάλιζε τα προνόμια των εμπορευομένων, εξασφάλιζε την αλληλοβοήθεια και αποτελούσε την προστατευτική ασπίδα της μεταναστευτικής ομάδας από τους εξωτερικούς κινδύνους. Η οικογένεια και ο κοινός τόπος καταγωγής στήριζαν και τροφοδοτούσαν τις εταιρικές οργανώσεις των ελλήνων πάροικων σ’ όλους τους τόπους εγκατάστασης. Τα μέλη των εμπορικών κοινοτήτων συχνά συγκροτούσαν μια ελίτ με ισχυρά οικονομικά και πολιτικά ερείσματα στον τόπο εγκατάστασης. Η θρησκευτική διαφοροποίηση στο νέο τόπο εγκατάστασης αποτελούσε το κύριο αναγνωριστικό στοιχείο, καθόσον η διγλωσσία, ή και η γλωσσική αφομοίωση μπορούσε να περιπλέξει τα διαχωριστικά χαρακτηριστικά της ομάδας στον νέο τόπο εγκατάστασης.
Η πολιτική των Αψβούργων αξιοποίησε Έλληνες και άλλους βαλκάνιους έμπορους μέσα από το μερκαντιλιστικό πνεύμα διείσδυσης στη βαλκανική αγορά. Γι αυτό τον σκοπό αξιοποιήθηκαν ντόπιοι έμποροι, κυρίως Έλληνες και Σέρβοι Οθωμανοί υπήκοοι. Οι Έλληνες κατείχαν την εμπορική τεχνογνωσία των μεταφορών, των συναλλαγών και των χρηματοπιστωτικών πρακτικών στις οθωμανικές αγορές. Προνόμια και διευκολύνσεις από τις αυστριακές αρχές, διεθνικοί ανταγωνισμοί και τοπικές ιδιαιτερότητες συνθέτουν την ιστορία των ελληνικών μεταναστεύσεων και εγκαταστάσεων. Η παροχή εμπορικών προνομίων αποτέλεσε κίνητρο και διευκόλυνε την εγκατάσταση οθωμανών υπηκόων στην Αψβουργική αυτοκρατορία.
[6]
Καθοριστικό ρόλο στις χερσαίες εμπορικές μεταναστεύσεις κατείχε η γεωγραφική θέση εκκίνησης στο μεταναστευτικό δρομολόγιο, που προσδιόρισε την εμπορική μετανάστευση των κατοίκων της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας προς την αψβουργική αυτοκρατορία
Οι ελληνόφωνοι και βλαχόφωνοι μετανάστες της Δυτικής Μακεδονίας (Καστοριά, Σιάτιστα, Κοζάνη, Βλάστη, Κλεισούρα) και της Μοσχόπολης εγκαταστάθηκαν, ή οργάνωσαν τις εμπορικές τους δραστηριότητες σε αγροτικά εμπορικά κέντρα που βρίσκονταν πάνω σε εμπορικούς σταθμούς χερσαίων δρομολογίων. Αυτοί οι μετανάστες, ως εκπρόσωποι της πολυεθνικής Οθωμανικής αυτοκρατορίας εισέβαλλαν στο αχανές territorio της αψβουργικής κυριαρχίας και κάλυψαν τοπικές ανάγκες και αυτοκρατορικές προσδοκίες.
Ερευνητές του φαινομένου του εποικισμού της αμερικανικής Δύσης, προκειμένου να προσεγγίσουν το τεράστιο θέμα της «κατάκτησης» της Βόρειας Αμερικής πρότειναν, με βάση τον οικονομολόγο J. Schumpeter, έναν ευρύ ορισμό του επιχειρηματικού πνεύματος ως «δημιουργική καταστροφή», δηλαδή μια δυναμική διαδικασία που δημιουργεί ταυτόχρονα σταθερότητα και αστάθεια, όφελος και ζημιά.
[7] Στην ιστορία της Βόρειας Αμερικής τα σύνορα (frontier) ήταν ένας χώρος συνάντησης ανθρώπων, καθώς και μικρών ανεξάρτητων επιχειρηματιών. Σε αυτό τον χώρο τα γεωγραφικά και πολιτισμικά σύνορα δεν μπορούσαν να καθοριστούν με ακρίβεια, μπορούμε όμως να ξεχωρίσουμε άτομα που κινητοποιούσαν σωματικές και πνευματικές δυνάμεις με στόχο το κέρδος.
Aυτή η προβληματική θα μπορούσε να μας οδηγήσει στο ζήτημα των αψβουργικών και των οθωμανικών συνόρων και των αντίστοιχων εμπορικών μεταναστεύσεων. Ο όρος του «ενδιάμεσου εδάφους» (middle ground) έχει εισαχθεί προκειμένου να μελετηθούν οι εθνικές, πολιτιστικές, και διαπροσωπικές σχέσεις στη μετά-κολομβιανή περίοδο. Το «ενδιάμεσο έδαφος» ήταν μια εμπορική ζώνη όπου ο πολιτισμός έγινε αγαθό (commodity) και το εμπόριο εκτός από τον οικονομικό ρόλο του, απέκτησε πατριαρχικά, αδελφικά και πνευματικά χαρακτηριστικά. Κατά συνέπεια το «ενδιάμεσο έδαφος» ήταν η ενδοχώρα μιας αυτοκρατορίας όπου διάφοροι άνθρωποι αλληλεπίδρασαν στις τοπικές περιοχές ως αντιπρόσωποι αυτοκρατοριών, διαμορφώνοντας κατά μεγάλο μέρος το ρόλο που οι ίδιες οι αυτοκρατορίες θα διαδραμάτιζαν στην ιστορική εξέλιξη.
[8]
Ως παραδείγματα «ενδιάμεσου εδάφους» θα μπορούσαμε να εξετάσουμε καταρχήν το Μπανάτο που ήταν Οθωμανική περιοχή την περίοδο 1552–1718 και μετά πέρασε στην Αψβουργική αυτοκρατορία. Kαι δεύτερο, την Τρανσυλβανία που μετά την ήττα των Ούγγρων από τους Τούρκους το 1526 έγινε ημιαυτόνομη περιοχή υπό τουρκική κυριαρχία. Μετά το 1765 ενισχύθηκε η αυστριακή εξουσία στην περιοχή έως το 1866 που ενώθηκε με το Ουγγρικό βασίλειο και παρέμεινε τμήμα της αυστρο-ουγγρικής αυτοκρατορίας έως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.
Σε αυτό το γεωγραφικό και όχι εθνικό, ή κρατικό πεδίο βρίσκονται και οι πόλεις που χαρακτήρισαν το πρώτο κύμα της χερσαίας ελληνικής εμπορικής μετανάστευσης Το Σεμλίνο (Zemun)
[9] το Σιμπίου (Sibiu)[10] και το Μπρασόφ (Brasov)[11]. Ένα γεωγραφικό χώρο που αποτέλεσε σύνορο (frontier) μεταξύ Οθωμανικής και Αψβουργικής αυτοκρατορίας. Εξάλλου η ανατολική πλευρά της Βουδαπέστης προς την μεγάλη ουγγρική πεδιάδα και την Τρανσυλβανία ήταν ο χώρος πύκνωσης των ελληνικών εγκαταστάσεων, ξεκινώντας από την Debrecen, Miskolc,[12] Tokay, Kecskemet.
Η δυτικομακεδονική εμπορική αποδημία, για παράδειγμα, κατευθύνθηκε σε πόλεις της πρώην Γιουγκοσλαβίας, της Pουμανίας, της Oυγγαρίας και της Aυστρίας ξεκινώντας από τη Σιάτιστα και άλλους οικισμούς της Πίνδου (Eράτυρα, Γαλατινή, Bλάστη) έως τα Γρεβενά και τη Kοζάνη. Αυτή η εμπορική αποδημία οργανώθηκε μετά τη συγκρότηση των πόλεων της Σιάτιστας και της Kοζάνης στην τουρκοκρατία και ακολούθησε τους βόρειους οδικούς άξονες. Ενώ είχαν προηγηθεί οι απόδημοι από την Καστοριά που είχαν στηρίξει και το βενετο-μακεδονικό εμπόριο του 17ου αιώνα.
Μετά τον 16ο αι. συγκροτήθηκε η χριστιανική πόλη της Kοζάνης κυρίως από μετακινήσεις κατοίκων γειτονικών οικισμών, ενώ παρόμοια ήταν και η οικιστική συγκρότηση της κοντινής γεωγραφικά Σιάτιστας. H Κοζάνη ήταν ένα δυναμικό οικονομικό και πνευματικό τοπικό κέντρο μέσα στην τουρκοκρατία. Η χριστιανική πόλη αποτέλεσε μια οικονομική νησίδα αρκετά διαφοροποιημένη από τη γύρω αγροτο-κτηνοτροφική περιοχή και αναδείχθηκε σε κοιτίδα ενός σημαντικού αριθμού εμπόρων στη Βόρειο Βαλκανική και την κεντρική Eυρώπη.
[13]
Ήδη πριν από τη γνωστή αυστρο-οθωμανική συνθήκη του Πασσάροβιτς (1718), το 1708 οκτώ εταιρικά σχήματα εμπόρων που κατάγονταν από την Κοζάνη συνέστησαν κομπανία στο Κετσκεμέτ.[14] O Odon Fuves είχε παρατηρήσει την αλυσιδωτή μετανάστευση στην ίδια ουγγρική πόλη εμπόρων με κοινή τοπική καταγωγή. Ο ίδιος είχε εντοπίσει Κοζανίτες στο Hοdmezovasarhely και το Szentes, πόλεις πριν από το Kετσκεμέτ και τη Bουδαπέστη.[15] Έτσι πριν από τα μέσα του 18ου αι κοζανίτες, αλλά και γιαννιώτες έμποροι είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην κομπανία στο Σιμπίου και στο Mπρασόφ της Tρανσυλβανίας.[16] Σε κάποια τετράδια του Σπ. Λάμπρου γίνεται μνεία Kοζανιτών εμπόρων με σλάβικα ονόματα, ουγγρική και οθωμανική υπηκοότητα στη Bούδα το 1770–1777.[17] Στα ίδια χρόνια Κοζανίτες, μετέχουν μαζί με άλλους Μακεδόνες στο διαμετακομιστικό εμπόριο της Tοκάϊας και του Kετσκεμέτ.[18] Από τα πρώτα γνωστά δείγματα της κοζανίτικης μετανάστευσης αποτελούν οι εμπορικές συνεργασίες Κοζανιτών με Σιατιστινούς, που σημειώνονται στις αρχές του 18ου αι. στο Bελιγράδι[19] και αποτελούν μέρος μιας ενότητας ολιγάριθμων εμπορικών μεταναστεύσεων στον σερβικό χώρο, νοτιότερα του Βελιγραδίου.[20]
Οι παλαιότεροι ιστορικοί που έχουν μελετήσει την ελληνική μετανάστευση στη βορειοβαλκανική και κεντροευρωπαϊκή ζώνη, για να αναφέρω ενδεικτικά μερικά ονόματα όπως: ο Απόστολος Βακαλόπουλος, Όντον Φούβες, καθώς και οι πνευματικοί τους επίγονοι έχουν θέσει τα πρώτα ερωτήματα και εξηγητικά σχήματα για το ελληνικό μεταναστευτικό φαινόμενο και τη συγκρότηση των ελληνικών κοινοτήτων. Νέες προσεγγίσεις πυκνώνουν τα τελευταία χρόνια καταθέτοντας και νέες αναγνώσεις στο ζήτημα.
Η ελληνόγλωσση ιστοριογραφική αποτίμηση της παρουσίας των Ελλήνων στην Ουγγαρία και ιδιαίτερα των δυτικομακεδόνων έγινε κυρίως με εθνικούς όρους ώστε να τονιστεί το πολιτιστικό και κοινωνικό έργο των ελληνικών κοινοτήτων, καθώς και η ατομική προσφορά των μελών τους. Μικρότερη σημασία δόθηκε στους τοπικούς κοινωνικούς και οικονομικούς μηχανισμούς της χώρας υποδοχής, ενώ χρονικά οι μελέτες επικεντρώνονται στον 18ο αιώνα και φθάνουν έως την επανάσταση του 1821 και πάντως πριν από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους.
Η εικόνα που παρουσίαζαν οι 30 περίπου ελληνικές εγκαταστάσεις στην ουγγρική επικράτεια που είχαν δημιουργηθεί από τον 18ο αιώνα, είχε μετασχηματιστεί στα τέλη του 19ου αιώνα.
[21] Το εμπόριο των εθνικών κρατών είχε παγιωθεί στις διεθνείς συναλλαγές. Οι βασικές αιτίες που βοηθούν στην κατανόηση αυτού του μετασχηματισμού μπορούν να εντοπιστούν: α) σε εσωτερικά αίτια: η διαφοροποίηση που πραγματοποιείται μετά την πρώτη γενιά των εμπόρων μεταναστών. Η γενιά των εμπόρων πάροικων στις ελληνικές κοινότητες της Ουγγαρίας της συνθήκης του Κάρλοβιτς και Πασάροβιτς με τις γνωστές οικονομικές συμπεριφορές είχε εκλείψει. Μετά τα μέσα του 19ου αιώνα ετίθετο το ζήτημα της ουγγροποίησης, ή της διεθνοποίησης των απόδημων Ελλήνων, β) σε εξωτερικά αίτια: το μείζον θέμα που έδωσε τη δυνατότητα για νέες επαγγελματικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες στους Έλληνες στην Ουγγαρία σχετίζεται με τις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις στην αψβουργική αυτοκρατορία. Η βαθμιαία εξάλειψη, κυρίως μετά την ουγγρική εξέγερση του 1848, του φεουδαρχικού χαρακτήρα της τοπικής οικονομίας, που είχε διευκολύνει τη διείσδυση των Ελλήνων στο εσωτερικό της οικονομίας της χώρας. Η δεύτερη γενιά ελλήνων μεταναστών στην Ουγγαρία, ή το επόμενο κύμα μπορούσε, ή αναγκαζόταν να στραφεί σε άλλες επαγγελματικές και οικονομικές δραστηριότητες, όπως δημόσιες θέσεις, αγορά ακινήτων.
Οι διαρθρωτικές αλλαγές στο εμπόριο σε ολόκληρη την αψβουργική επικράτεια ήταν εμφανείς μετά τα μέσα του 19ου αιώνα. Η αυστρο-ουγγρική αυτοκρατορία συναλλασσόταν με το ελληνικό κράτος πλέον και οι Έλληνες είχαν κατακτήσει διακριτή εθνική ταυτότητα. Η υποχώρηση του εμπορίου της αγοράς, των πλανόδιων εμπόρων και των εμποροπανηγύρεων (Πέστη, Ντεμπρετσέν) και η ανάπτυξη του λιανικού εμπορίου στις μεγάλες πόλεις με το σύστημα των εμποροκαταστημάτων (γενικών, εξειδικευμένων) έφερε σταδιακές αλλαγές στην δομή τόσο του εξωτερικού, όσο και του εσωτερικού εμπορίου των ουγγρικών περιοχών.
[22]
Στα τέλη του 19ου αιώνα, πρόξενος της Ελλάδας στη Βουδαπέστη ήταν ο κοζανίτης Παύλος Χαρίσης.[23] Η βαθμιαία ενσωμάτωση των ελλήνων πάροικων, που είχαν απομείνει στην Ουγγαρία, ήταν πλέον εμφανής και ο ίδιος φαίνεται ότι είχε εισηγηθεί στην ελληνική κυβέρνηση την σύσταση ιδρύματος για τη διαχείριση των ελληνικών κληροδοτημάτων από την Ουγγαρία.[24] Οι ελληνικές κοινότητες και οι περιουσίες των πρώτων ορθοδόξων μεταναστών είχαν γίνει αντικείμενο διεκδίκησης και από την πλευρά των Σέρβων.[25] Το ιστορικό διακύβευμα στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού ήταν η εθνική οικειοποίηση του παρελθόντος των ελληνικών εγκαταστάσεων στα ουγγρικά εδάφη μαζί με την οικονομική διαχείριση των κληροδοτημάτων.[26]
Η ελληνική ενσωμάτωση στην ουγγρική κοινωνία του τέλους του 19ου αιώνα είναι εμφανής στην ιστορία ενός Ούγγρου πολιτικού, που έγινε τελευταία γνωστή, του πρωθυπουργού Teleki Pal (1879–1941).[27] Η μητέρα του ήταν κόρη του Κωνσταντίνου Μουράτη έμπορου από την Κοζάνη, μέλος μιας οικογένειας που μετά την κατάλυση της αυστρο-ουγγρικής αυτοκρατορίας, το πέρασμα στη δεύτερη γενιά και το μικτό γάμο απέκτησε μια διεθνή ταυτότητα σε βάρος της εθνικοθρησκευτικής του 18ου αιώνα.
Μικτές εθνικές ταυτότητες και θρησκευτικές σταθερές ήταν πλέον τα χαρακτηριστικά μιας σύνθετης ομάδας ανθρώπων που ξεκίνησαν το μεταναστευτικό τους δρομολόγιο ήδη από τον 17ο αιώνα από τον ελληνικό χώρο. Λαμπρές ατομικές ιστορίες έμειναν στη μνήμη των σημερινών ανθρώπων μέσα από τις δωρεές και τα κληροδοτήματα τους, οι ίδιες οι ιστορίες αποκαλύπτουν και την επιχειρηματική δράση των προσώπων, κυρίως εκ του επιτυχούς αποτελέσματος αυτής της πορείας.


[1] Σύμφωνα πάντα με το ίδιο έργο ο παγκόσμιος χώρος δεν διαπλέκεται ελεύθερα, αλλά οργανώνεται σε παγκόσμια δίκτυα εξουσίας, M. Hardt – A. Negri, Αυτοκρατορία, ελλ. μτφ. Νεκτ. Καλαϊτζής, Αθήνα 2002, σ. 208 κεξ.

[2] Maria Christina Chatziioannou, «Greek Merchant Networks in the Age of Empires (1770–1870)», στο: Ina Baghdiantz McCabe, Gelina Harlaftis, Ioanna Pepelasis Minoglou (επιμ.) Diaspora Entrepreneurial Networks. Four Centuries of History, Berg 2005, σ. 371–382.

[3] Βλ. Leslie Page Moch, Moving Europeans. Migration in Western Europe since 1650, Indiana University Press, 1992. J. Armstrong, «Mobilized and Proletarian Diasporas», The American Political Science Review, 70/2 (1976), σ. 393–408.

[4] Bλ Lynn Hollen Lees, «Migrants as entrepreneurs: Irish emigration 1820–1900», στο:, P. Klep, E. Van Cauwenberghe (εκδ) Entrepreneurship and the transformation of the economy (10th–20th c.), Leuven Univ. Press, σ. 335–344.

[5] Κατερίνα Παπακωνσταντίνου, «Όταν ο μετανάστης ήταν έμπορος: Έλληνες στην Κεντρική Ευρώπη του 18ου αιώνα»,στο: Μαρία Α. Στασινοπούλου, Μαρία Χριστίνα Χατζηϊωάννου (επιμ.) Διασπορά – Δίκτυα – Διαφωτισμός, Τετράδια Εργασίας, ΚΝΕ/ΕΙΕ, αρ.28, Αθήνα 2005

[6] Ολγα Κατσιαρδή-Hering, «Τα δίκτυα της ελληνικής εμπορικής διακίνησης» στο: Σπ.Ασδραχάς (επιμ.), Ελληνική Οικονομική Ιστορία 15ος–19ος αιώνας, τ. 1, Αθήνα 2003, σ. 461–481.

[7] Το ζήτημα παρουσιάζεται στα έργo: J.Schumpeter, Capitalism, Socialism and Democracy, [1942], N.Υόρκη 1947. Για τη διευρυμένη έννοια της επιχειρηματικότητας βλ. D. Hanson, The Other Greeks: The Family farm and the Agrarian Roots of Western Civilization Nέα Υόρκη 1995, W. Bar Rothenberg, From market places to a Market Economy: The Transformation of Rural Massachusetts, 1750–1850, Σικάγο 1992.

[8] Br. Birzer, «Expanding Creative Destruction: Entrepreneurship in the American Wests», The Western Historical Quarterly, 30/1 (1999), σ. 45–63. R. White, The Middle Ground: Indians, Empires, and Republics in the Great Lakes Region 1650–1815, N. Yόρκη 1991. Mary Young, «The Dark and Bloody but Endlessly Inventive Middle Ground of Frontier Historiography», Journal of the Early Republic, 13(1993), σ. 193–205. Jay Gitlin, «On the Boundaries of Empire: Connecting the West to its Imperial Past», στο: W. Cronon, G.Miles, Jay Gitlin (εκδ.) Under an Open Sky: Rethinking America’s Western Past, Nέα Υόρκη 1991, σ. 71–89.

[9] Η παρουσία ελλήνων εμπόρων στο Σεμλίνο τεκμηριώνεται πριν από το 1754 βλ. Ελευθερία Νικολαϊδου, «Συμβολή στην ιστορία τεσσάρων ελληνικών κοινοτήτων της Αυστροουγγαρίας (Zamun, Novi Sad, Orsova, Temesvar)», Δωδώνη, 9(1980), σ. 331–332.

[10] Δέσποινα Τσούρκα- Παπαστάθη, Η ελληνική εμπορική κομπανία του Σιμπίου Τρανσυλβανίας, 1636–1848. Οργάνωση και δίκαιο, Θεσσαλονίκη 1994.

[11] Cornelia Papacostea-Danielopoulou, «L’ Organisation de la compagnie grecque de Brasov (1777–1850)», Balkan Studies 14 (1973), σ. 313–323.

[12] Ο παλαιότερος ελληνικός κώδικας στο Μίσκολτς χρονολογείται στην περίοδο 1721–1769. Nadya Danova, V.Todorov, «Ελληνικά έγγραφα από το αρχείο της πόλης Μίσκολτς (Ουγγαρία)», J.M.Fossey (edit.) The Hellenic Diaspora, From 1453 to modern times, τ. ΙΙ.

[13] Μαρία Χριστίνα Χατζηϊωάννου, «Η Κοζάνη και η περιοχή της κατά την Τουρκοκρατία», στο: Ν.Καλογερόπουλος (επιμ.), Κοζάνη και Γρεβενά. Ο Χώρος και οι Άνθρωποι, Θεσσαλονίκη, Studio University Press 2004, σ. 164–171.

[14] Γ.Λάιος, Η Σιάτιστα και οι εμπορικοί οίκοι Χατζημιχαήλ και Μανούση (17ος–19ος αι.) Θεσσαλονίκη 1982, σ. 45

[15] Odon Fuves, Όι Έλληνες της Oυγγαρίας, σ. 14.

[16] Olga Cicanci, Companile grecesti din Transilvania si comerstul european in anii 1636–1746, Bουκουρέστι 1981, σ. 101. A.Karathanassis, L’Hellénisme en Transylvanie. L'activité culturelle, nationale et religieuse des compagnies commerciales helléniques de Sibiu et de Brasov aux XVIII– XIX s, Θεσσαλονίκη 1989, Institute for Balkan studies αρ.205, σ. 41–42.

[17] K.I.Δ., «Έρευναι εν ταις βιβλιοθήκαις και αρχείοις Pώμης, Bενετίας, Bουδαπέστης και Bιέννης», Nέος Eλληνομνήμων, 17/4 (1923), σ. 369–370.

[18] Σπ. Λάμπρος, «Σελίδες εκ της ιστορίας του εν Oυγγαρία και Aυστρία Μακεδονικού Ελληνισμού», N. Eλληνομνήμων, 8/ 3(1911), 257–300. Για μνεία ονομάτων Κοζανιτών στην Ουγγαρία και στην Αυστρία, βλ. και Στρ. Ηλιαδέλης, «Η συμβολή των αποδήμων Κοζανιτών στην οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη της Μεσευρώπης κατά την Τουρκοκρατία», Ελιμειακά, 28 (1992), σ. 3–33.

[19] K. Δ. Mέρτζιος, «Oι εν Bενετία Mακεδόνες και η εν γένει δράσις τους», στο: Mνημεία Μακεδονικής Iστορίας, Θεσσαλονίκη 1947, σ. 262–263.

[20] Μεταναστεύσεις που καθορίστηκαν και από την συνθήκη του Βελιγραδίου 1739, Ι. Παπανδριανός, «Κοζανίτες απόδημοι στις Νοτιοσλαβικές χώρες (18ος–20ός αι.)», Ελιμειακά, 34 (1995), σ. 49.

[21] Την εικόνα της κοινότητας αποτυπώνει από τη Βουδαπέστη ο αρχιμανδρίτης Γρ. Γώγος, «Η εν Πέστη Ορθόδοξος Ελληνική Κοινότης και Εκκλησία», Εκκλησιαστική Αλήθεια, 4/26 (1884), σ. 339–344. Βλ. επίσης τις σχετικές εκθέσεις του Γενικού προξένου Βελιγραδίου του 1879, Ελευθερία Νικολαϊδου, «Συμβολή στην ιστορία τεσσάρων ελληνικών κοινοτήτων», σ. 346–373.

[22] T.Csató, The Structural Change of the Internal Trade in East-Central Europe in the 19th and 20th century.

[23] Ν.Δελιαλή, Αναμνηστική εικονογραφημένη έκδοσις Παύλου Χαρίση μετά ιστορικών σημειώσεων περί των εν Ουγγαρία και Αυστρία ελληνικών κοινοτήτων, τ. 1, Κοζάνη 1935.

[24] Π.Λιούφης, Ιστορία της Κοζάνης, Αθήνα 1924, σ. 334.

[25] Ελευθερία Νικολαϊδου, «Συμβολή στην ιστορία τεσσάρων ελληνικών κοινοτήτων», σ. 345.

[26] Είχε προηγηθεί χρονικά η περίπτωση του Ευ. Ζάππα στη Ρουμανία, που αποτελεί ένα παράλληλο παράδειγμα κληροδοτήματος με αυτό του Π. Χαρίση στην Ουγγαρία.

[27] A. Balazs, «Egy szépreményű fiatalember. Származás, család, ifjúkor», Rubicon, 2(2004), σ. 9–10. Ευχαριστώ τον Β. Καραγιάννη γι’ αυτή την βιβλιογραφική παραπομπή.

EPA Budapesti Negyed 54. (2006/4) ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ: Γεώργιος Σίνας... < > Szerzőinkről