EPA Budapesti Negyed 54. (2006/4) Αξιότιμοι Εταίροι... < > Kerényi: Ο Έλληνας μαικήνας...
Η συμβολή των ελλήνων εμπόρων στην αστικοποίηση της ουγγρικής πρωτέυουσας
________________
VERA BÁCSKAI

 

Η γλωσσική και φυλετική σύνθεση των Ελλήνων εμπόρων της Πέστης ήταν κάθε άλλο πα-ρά ομοιογενής: η κοινότητά τους αποτελείτο από Γραικούς, Σέρβους (που ήταν η πλειοψη-φία), Μακεδονοβλάχους (Αρουμούνους) και Αρβανίτες. Την ενότητά τους διασφάλιζε το κοινό ορθόδο-ξο θρήσκευμα και η ενιαία – μέχρι το τέλος του 18ου αι. – εκκλησιαστική οργάνωση. Ο γλωσσι-κός και φυλετικός διαχωρισμός οδήγησε στη δεκαετία του 1780 σε εκκλησιαστικό διαχωρισμό στην Πέστη: η παλιά εκκλησία στις παρυφές του κέντρου, με τα θεμέλια από την εποχή της Τουρκοκρατίας, έμεινε στην κατοχή των Σέρβων και στην όχθη του Δούναβη ανηγέρθη στη δεκαετία του 1790 ο νέος ναός, στον οποίο οι Γραικοί και οι Μακεδονοβλάχοι λειτουργούσαν εναλλάξ, και οι μεν και οι δε με τον δικό τους ιερέα. Η εκκλησιαστική αυτή οργάνωση ήταν συγχρόνως και η Κοινότητα των Ελλήνων της Πέστης, η οποία θεωρούσε καθήκον της όχι μόνο την άσκηση της λατρείας, αλλά και τη διατήρηση της τάξης στους κόλ-πους του ελληνικού στοιχείου της πόλης. Δεν είναι λοιπόν να απορεί κανείς που το θρή-σκευ-μα παρέμεινε καθοριστικός παράγοντας της ταυτότητάς τους. Είναι ενδεικτικό ότι στις δια-θήκες τους όριζαν ότι οι κληρονόμοι τους θα μπορούσαν να πάρουν τη μερίδα που τους ανα-λο-γούσε μόνον εάν παντρεύονταν ορθοδόξους, χωρίς ειδικό φυλετικό περιορισμό.
Οι περισσότεροι έμποροι της Πέστης κατάγονταν από τη Μακεδονία και ήταν σχεδόν όλοι έμποροι, λιανικής ή χονδρικής πώλησης. Η επίσημη, διοικητική ονομασία τους ήταν «Τούρ-κος υπήκοος», αλλά ο λαός τούς έλεγε Γραικούς. Αν και αρχικά είχε θρησκευτική σημασία, με τον καιρό ο όρος «Γραικός» άρχισε να υποδηλώνει τον «έμπορο» και έγινε ταυτόσημος με αυτόν. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις κωμοπόλεις οι κάτοικοι και η δημοτική αρχή δεν τους προσφωνούσαν με το επίθετό τους (το οποίο ήταν γνωστό), αλλά τους έλεγαν «Θωμάς ο Γραικός», «Πέτρος ο Γραικός» κά.
Στην Πέστη οι ορθόδοξοι έμποροι ξεπερνούσαν τους Ούγγρους και Γερμανούς από την πρώ-τη δεκαετία του 18ου αιώνα. Η αθρόα είσοδός τους όμως ξεκίνησε μετά την υπογραφή, το 1718, της Συνθήκης του Πασάροβιτς ή μάλλον της εμπορικής συμφωνίας που την ακολού-θησε. Η συμφωνία αυτή όριζε ότι οι έμποροι τόσο της αυστριακής, όσο και της οθωμανικής αυτοκρατορίας υποχρεούνται να πληρώνουν δασμό μόνο σε ένα τελωνείο, ύψους 3%. Αυτό έδινε μεγάλο πλεονέκτημα στους Έλληνες εμπόρους, επειδή μπορούσαν να πουλάνε το εμπό-ρευ-μά τους πολύ φθηνότερα από τους Ούγγρους και Γερμανούς εμπόρους οι οποίοι αγόραζαν τα προϊόντα από το εξωτερικό ή με τη μεσολάβηση των Εβραίων της Bούδας. Οι πε-ρισ-σότεροι Έλληνες έκαναν διαμετακομιστικό εμπόριο: προωθούσαν βαλκανικά εμπορεύματα και αγροτικά προϊόντα της Ουγγαρίας προς τη Βιέννη και στην επιστροφή έφερναν τα βιο-μη-χανικά είδη της Δύσης. Για το εμπόριο αυτό ένα υποκατάστημα στην Πέστη ήταν ό,τι χρεια-ζόταν, λόγω της κεντρικής γεωγραφικής θέσης αλλά και των καλών συγκοινωνιακών συν-θη-κών της. Για τον λόγο αυτό εκτός από εκείνους που έρχονταν κατευθείαν εδώ για να εγ-κα-τα-σταθούν και να ανοίξουν δικό τους μαγαζί, πολλοί από τους εταίρους των εμπορικών κομ-πανιών της επαρχίας μετέφεραν τις δραστηριότητές τους στην Πέστη. Πάνω από τους μισούς από τους 47 εμπόρους που καταγράφηκαν το 1735 ήταν Έλληνες, με στοκ που ξεπερνούσε κα-τά πολύ εκείνο των Ούγγρων και Γερμανών. Μέσα στον 18ο αιώνα ο αριθμός τους παρου-σίαζε συνεχή αύξηση: στη δεκαετία 1760 ανήλθε στους εκατό και στη δεκαετία 1770 ξε-περνούσε κατά πολύ τους διακόσιους. Τότε αποτελούσαν το 70% των εμπόρων της Πέστης και παρά την επίμονη αντίσταση των τοπικών εμπόρων πολλοί κατάφεραν να εγγραφούν στον εμπορικό σύλλογο με αποτέλεσμα να αποτελούν το 1780 τα δύο τρίτα των μελών το
υ.
Derra Naum nemesi címere Τόσο οι ανταγωνιστές τους Γερμανοί και Ούγγροι έμποροι όσο και η Αυλή της Βιέννης προ-σπα-θούσαν να περιορίσουν τις δραστηριότητές τους. Οι Καθολικοί έμποροι απαιτούσαν να τους απαγορεύσουν το λιανικό εμπόριο εκτός από τις εμποροπανηγύρεις λόγω των χαμηλό-τερων τιμών που έβαζαν. Οι κυβερνητικές υπηρεσίες, πάλι, δεν ήθελαν να δημιουργηθεί στην Πέστη ένα εμπορικό κέντρο που θα μπορούσε να ανταγωνίζεται τη Βιέννη. Για αυτό τους πίε-ζαν να εγκατασταθούν μονίμως, πράγμα που θα έκοβε τους εμπορικούς δεσμούς τους με τα Βαλκάνια. Οι σχέσεις της Αυλής με τους Έλληνες εμπόρους ήταν συνάρτηση και της βαλ-κα-νικής πολιτικής και της εκάστοτε σχέσης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τους υπο-χρέωσαν επανειλημμένα να φύγουν από την πόλη και στο πρώτο μισό του αιώνα συχνά έκλειναν τα μαγαζιά τους με το πρόσχημα ότι κάνουν παράνομο λιανικό εμπόριο. Μια κάποια υποστήριξη είχαν μόνο από τη δημοτική αρχή, η οποία φρόντιζε να εφοδιάζεται ο πληθυσμός με φθηνό εμπόρευμα.
Η εξαιρετικά επιτυχής πορεία τους οφειλόταν όχι μόνο στις δασμολογικές διευκολύνσεις αλ-λά (επίσης και) κυρίως στην επιχειρηματική στρατηγική που διέφερε από εκείνη των παρα-δο-σιακών, δικτυωμένων σε συλλόγους εμπόρων. Είχαν εμπλακεί νωρίς στην επικερδή εξαγωγή ουγ-γρικών αγροτικών προϊόντων και ζώων, σε έναν κλάδο δηλαδή για τον οποίο οι δικτυω-μένοι μικρέμποροι, βιομηχανικών κυρίως αγαθών, της Πέστης δεν έδειχναν ιδιαίτερη προ-τί-μηση. Η πώληση βαλκανικών (τουρκικών, όπως τα έλεγαν τότε) αγαθών – μαλλιού, κα-πνών, δερμάτων, καφέ, ζάχαρης, μπαχαρικών, αποικιακών ειδών κά. – δεν ανήκε στο αντικείμενο συναλλαγών των τοπικών εμπόρων. Για τον λόγο αυτό οι τοπικοί έμποροι δεν αντιτίθεντο στη δραστηριοποίηση των Ελλήνων στο χονδρικό εμπόριο, πολύ περισσότερο που αυτό τους εξασφάλιζε φθηνότερο εμπόρευμα. Το σημείο τριβής ήταν η άσκηση λιανικού εμπορίου από πολλούς Έλληνες στα καταστήματά τους. Χάρη στις δασμολογικές τους διευκολύνσεις που-λού-σαν σε καλύτερες τιμές όχι μόνο τα τουρκικά εμπορεύματα, αλλά και τα δυτικά βιομη-χα-νικά αγαθά, τα οποία αγόραζαν απευθείας από τον παραγωγό, πετυχαίνοντας έτσι καλύτερες τιμές.
Όσοι από τους Έλληνες έκαναν μεγάλης έκτασης εμπόριο, είχαν κεφάλαια που ξεπερνούσαν κατά πολύ εκείνα των τοπικών εμπόρων και χάρη στην οικογενειακή δικτύωσή τους είχαν ασυγκρίτως μεγαλύτερη δανειοληπτική ικανότητα από τους τελευταίους. Οι Έλληνες που στράφηκαν στο διαμετακομιστικό εμπόριο, δεν δίστασαν να κάνουν παρανομίες προκειμένου να πετύχουν στην εμπορική τους δραστηριότητα. Επωφελούνταν από τη δυνατότητα να μετα-φέρουν εμπορεύματα υπό απαγόρευση εισαγωγής μέσω Αυστρίας από τις εμποροπανηγύρεις της Λειψίας και του Μπρεσλάου με το πρόσχημα ότι ήθελαν να τα πουλήσουν στην Τουρκία και τελικά τα έφερναν στην Ουγγαρία για να τα πουλήσουν στην Πέστη. Με τον τρόπο αυτό ευνοούνταν και οι δικτυωμένοι έμποροι, διότι έβρισκαν σε καλύτερες τιμές τα γνωστά στην πελατεία τους αγαθά της Δύσης αντί για τα ακριβότερα και χαμηλότερης ποιότητας αυ-στριακά εμπορεύματα. Επειδή όμως και οι Έλληνες πουλούσαν τα είδη αυτά και στα δικά τους καταστήματα παρά την απαγόρευση, τα πλεονεκτήματα φαίνονταν μηδαμινά μπροστά στα μειονεκτήματα του συνεχώς αυξανόμενου ανταγωνισμού. Για τον λόγο αυτό στα μέσα του αιώνα οι ντόπιοι ζητούσαν επίμονα τη λήψη και άλλων περιοριστικών μέτρων εναντίον τους εκφράζοντας το παράπονο ότι μέσα από τα μαγαζιά τους κατακλύζουν την πόλη και έχουν τέτοιο τζίρο που οι ντόπιοι έμποροι μόλις καταφέρνουν να πουλάνε εμπόρευμα αξίας 4–5 φιορινίων την ημέρα. Οι Έλληνες είχαν καταλάβει τα πιο εμπορικά σημεία κατά μήκος των κεντρικών δρόμων και κοντά στις πύλες και είχαν αγοράσει όλα σχεδόν τα προς πώληση σπίτια ή πλήρωναν υπερβολικά ενοίκια ώστε να μην πάρουν άλλοι τα καταστήματα σε καλή θέση.
Εκείνο όμως που έθεσε τέρμα στην έντονη οικονομική παρουσία των Ελλήνων, δεν ήταν ο αν-ταγωνισμός των καθολικών εμπόρων ή οι κυρώσεις του Συμβουλίου το οποίο επηρέαζαν, αλλά τα κρατικά μέτρα που τους στέρησαν από τις σύγχρονες και καινοτόμες βάσεις της δρα-στη-ριότητάς τους. Το 1772 καταργήθηκε το δασμολογικό πλεονέκτημα της Συνθήκης του Πασάροβιτς και από το 1774 το ελεύθερο εμπόριο επιτρεπόταν μόνο στους oθωμανούς υπη-κό-ους που έδωσαν όρκο πίστεως στην βασίλισσα και εγκαταστάθηκαν οικογενειακώς εδώ. Με τον όρκο πίστεως έχασαν την περιουσία τους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και χα-λά-ρω-σαν και οι εμπορικές και πιστωτικές σχέσεις τους. Από την εποχή αυτή άρχισαν να στρέ-φονται όλο και περισσότερο προς τη Βιέννη στη σύναψη επιχειρηματικών σχέσεων. Στο τέλος του αιώνα σταμάτησε το μέχρι τότε έντονο μεταναστευτικό ρεύμα: το ελληνικό στοι-χείο στο πρώτο μισό του 19ου αι. ανερχόταν γύρω στα χίλια άτομα.
Η ακμαία οικονομική παρουσία τους μιας πεντηκονταετίας δεν πέρασε χωρίς να αφήσει ίχνη. Έλληνες έμποροι ανέδειξαν την Πέστη σε εμπορικό κέντρο από τα μέσα του 18ου αιώνα και μετά, αξιοποιώντας και συνάμα εξυπηρετώντας την οικονομική ενδυνάμωση της χώρας και την πλεονεκτική γεωγραφική θέση της πόλης.
Είναι πασίγνωστη η συμβολή των Ελλήνων στην ανάδειξη της Πέστης ως εμπορικού κέντρου και στην καθιέρωση ενός πιο σύγχρονου τρόπου συναλλαγών. Οι ιστορικοί για πολλά χρόνια υποστήριζαν ότι τα διατάγματα των ετών 1772 και 1774 έθεσαν τους Έλληνες της Πέστης εκτός εμπορικής ζωής. Άλλοι επέστρεψαν στην πατρίδα και άλλοι – η πιο εύπορη μερίδα –, αφού απέκτησαν τίτλους ευγενείας και κτήματα, εγκατέλειψαν τον εμπορικό χώρο και την αστική κοινωνία. Οι έρευνες, ωστόσο, των τελευταίων δεκαετιών – ιδίως του Károly Vörös και οι δικές μου – δείχνουν ότι οι Έλληνες δεν χάθηκαν εντελώς από την εμπορική ζωή της Πέστης και είχαν διαφυλάξει – ακόμη και όσοι έφεραν τίτλο ευγενείας – τις αστικές αξίες τόσο στην εμπορική, όσο και στην κοινωνική τους δράση στους δήμους ή στην πολιτική.
Αν και είχαν χάσει τον κυρίαρχο ρόλο τους στο εμπόριο, στο πρώτο μισό του 19ου αι. εξακολουθούσαν να έχουν τον έλεγχο της διακίνησης δερμάτινων και χαρτικών ειδών. Τα μέλη της πρώτης και δεύτερης γενιάς πολλών οικογενειών που άρχισαν να δραστηριοποιούνται στα τέλη του προηγούμενου αιώνα και είχαν συσσωρεύσει αξιόλογη περιουσία – όπως ήταν οι οικογένειες Derra, Dumcsa, Lyka, Manno, Nákó, Szacelláry – πολλές φορές συνέχισαν την εμπορική τους δράση και μετά την απονομή του τίτλου ευγενείας. Οι ίδιοι ή οι απόγονοί τους εν-τάχθηκαν στο κατεστημένο του πλούτου των αστικών κέντρων και είχαν όλο και πιο ενερ-γό συμμετοχή στα κοινά: ως εκλέκτορες δημότες αναμειγνύονταν στις υποθέσεις των δήμων, συμμετείχαν στην ίδρυση των οικονομικών οργανισμών και ορισμένοι στήριζαν τις ανανεω-τικές προσπάθειες των ευγενών σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο. Παρακάτω θα παρουσιάσω τη συμβολή τους στην αστικοποίηση της χώρας και της Πέστης μέσα από το παράδειγμα τριών οικογενειών στις οποίες είχε απονεμηθεί τίτλος ευγενείας.
Τα μέλη των τριών οικογενειών που έφεραν τίτλο ευγενείας – ο Naum Derra, ο György Ta-kátsy και οι αδελφοί Vrányi – ήταν παιδιά οι μεν πρώτοι εμπόρων υφασμάτων, οι δε τε-λευ-ταίοι εμπόρων χάρτου, οι οποίοι είχαν μετοικήσει από τη Μακεδονία στα τέλη του 18ου αι., επομένως εκπροσωπούσαν τη δεύτερη γενιά στην Πέστη. Δραστηριοποιούνταν και οι ίδιοι σ’ αυτούς τους κλάδους του λιανικού εμπορίου και πολλαπλασίασαν τα κεφάλαιά τους την εποχή των ναπολεόντειων πολέμων, οπότε αγόρασαν τα μεγάλης αξίας σπίτια τους στο κέντρο και στη Συνοικία του Λεοπόλδου καθώς και τα άλλα ακίνητά τους. Τα κτήματα και τον τίτλο ευγενείας πήραν επίσης σαν αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες που πρόσφεραν την επο-χή των πολέμων: κάλυψη εξόδων στρατιωτών, άτοκα δάνεια. Συνέχισαν την εμπορική τους δραστηριότητα και μετά την απονομή του τίτλου ευγενείας και τότε ήταν που στράφη-καν στο χονδρικό εμπόριο
.
Nako Kristóf és Cyrill nemesi címere Στον György Takátsy απονεμήθηκε τίτλος ευγενείας το 1822, δύο χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα του, και έκανε αίτηση για άδεια χονδρικής πώλησης το 1826. Δύο χρόνια αργό-τερα απασχολούσε πέντε υπαλλήλους στην εταιρία του που πουλούσε εμπορεύματα Τουρ-κίας. Είχε πέντε πολυκατοικίες και πολλά αγροτικά ακίνητα και μόνο το εισόδημά του από τα ενοίκια των πολυκατοικιών έφθανε τα 5.800 φιορίνια ετησίως. Με ανάλογο τρόπο δρα-στηριοποιήθηκαν – ως τα μέσα του αιώνα – στο χονδρικό εμπόριο χάρτου οι αδελφοί Argir και Konstantin Vrányi, στους οποίους απονεμήθηκε τίτλος ευγενείας το 1825. Εκείνοι προ-μήθευαν χαρτικά είδη και στις νομαρχιακές και κεντρικές υπηρεσίες. Σ’ αυτούς δεν παρα-τηρείται η τακτική της επένδυσης των κεφαλαίων σε ακίνητα: είχαν μία και μόνο πολυ-κατοικία στην οποία έμεναν και οι δύο. Εξάλλου, και έτσι πάλι η εκμίσθωση των υπόλοιπων διαμερισμάτων τους απέφερε 3.900 φιορίνια τον χρόνο. Ο υφασματέμπορος Naum Derra πήρε τίτλο ευγενείας το 1820 και τον ίδιο χρόνο έλαβε και την άδεια χονδρικής πώλησης. Το 1828 απασχολούσε δύο υπαλλήλους, και οι πολυκατοικίες του – τρεις στην Πέστη και τρεις στη Βούδα – του απέδιδαν σε ετήσια βάση σχεδόν πέντε χιλιάδες δραχμές, ενώ παράλληλα είχε εκτεταμένα χωράφια, λιβάδια και αμπέλια και στις δύο πόλεις.
Στα τέλη της δεκαετίας 1830 οι György Takátsy και Argir Vrányi έκαναν και εμπόριο αγροτι-κών προϊόντων και ο δεύτερος στη δεκαετία 1840 επιδόθηκε αποκλειστικά σε συναλλαγές με συναλλαγματικές. Και οι δύο παντρεύτηκαν κόρες εύπορων ελληνικών οικογενειών και έμειναν στις τάξεις του Δημοτικού Εμπορικού Συλλόγου, από την άλλη όμως ήταν από τα ιδρυ-τικά μέλη της Εμπορικής Τράπεζας της Πέστης. Η κοινωνική τους δράση – ήταν και οι δύο «αιρετοί δημότες» περιοριζόταν στις υποθέσεις της πόλης.
Εμπορική δραστηριότητα, όμως, ανέπτυξε μόνο η γενιά στην οποία απονεμήθηκε ο τίτλος ευγενείας. Μετά τον θάνατό τους, στη δεκαετία 1840, οι απόγονοι είτε εγκατέλειψαν το εμπόριο είτε το έκαναν για λίγο χρόνο και με μέτρια επιτυχία, όπως ο György Vrányi που παντρεύτηκε μια κόρη των Derra. Η τρίτη γενιά ζούσε από τα ενοίκια των πολυκατοικιών που είχε στην Πέστη και δεν φρόντιζαν να αυξήσουν τα φέουδά τους που ούτως ή άλλως δεν έφερναν πολύ κέρδος. Στον πολλαπλασιασμό των αστικών ακινήτων διακρίθηκαν ιδιαίτερα οι αδελφοί Vrányi: στη δεκαετία 1850 ο György αγόρασε άλλα πέντε ακίνητα συνολικής αξίας 200.000 φιορινίων και ο Sándor μέσα σε ένα χρόνο τρία με συνολικά 60.000 φιορίνια.
Η εγκατάλειψη του χώρου της οικονομίας από την τρίτη γενιά δεν παρατηρείται μόνο στις ελληνικές οικογένειες με τίτλο ευγενείας. Π.χ. ο Demeter Dumcsa, μεγαλέμπορος αγροτικών προϊόντων από το Komárom, από τους τέσσερις γιους που είχε μόνο τους δύο μεγαλύτερους έστρεψε προς την εμπορική δραστηριότητα. Ο ένας αποσύρθηκε σε λίγο και ο άλλος κανέναν από τους τρεις γιους του δεν προόριζε για διάδοχό του και τις κόρες του τις πάντρεψε με αξιωματικούς. Συνεχιστής της εταιρίας έγινε ο γαμπρός και συνεταίρος του, ο Ignác Dumcsa ο οποίος καταγόταν από άλλο κλάδο της οικογένειας και μετά τον θάνατο του πεθερού του μετατόπιζε όλο και περισσότερο το κέντρο βάρους της εταιρίας από τα αγροτικά προϊόντα και τις μεταφορές στη χρηματαγορά, συνεχίζοντας την επιχειρηματική δραστηριότητα έως τη δεκαετία 1850. Ενδεικτικές του ρόλου του στον τραπεζικό τομέα είναι οι θέσεις που κατείχε: το 1859 ήταν επόπτης της Εμπορικής Τράπεζας της Πέστης (όπου ήταν από τους πρώτους μετόχους), διευθυντής του υποκαταστήματος της Αυστριακής Εθνικής Τράπεζας και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας Lloyd.
Η διακοπή της συνέχειας της εταιρίας στην τρίτη γενιά δεν παρατηρείται μόνο στους Έλληνες εμπόρους, αλλά ήταν πολύ συχνό φαινόμενο και στις οικογένειες των Γερμανών και Ούγγρων εμπόρων. Η επιτυχημένη δεύτερη γενιά συχνά προσανατόλιζε τα αρσενικά παιδιά στο στρατιωτικό ή υπαλληλικό στάδιο, ενώ όλο και λιγότερο αναζητούσαν γαμπρούς στις εύπορες οικογένειες εμπόρων: προτιμούσαν ως γαμπρούς τους επιστήμονες, υπαλλήλους ή στρατιωτικούς. Τότε πια στα συνοικέσια δεν μετρούσε η αύξηση της περιουσίας, αλλά η ενίσχυση του κοινωνικού γοήτρου. Ενώ όμως οι περισσότερες οικογένειες μεγαλεμπόρων των αρχών του 19ου αιώνα στο δεύτερο μισό του αιώνα εξαφανίστηκαν από τον κατάλογο των πιο πλούσιων αστών της Πέστης, οι οικογένειες Ελλήνων εμπόρων είχαν μια ιδιαίτερα σημαντική αριθμητική παρουσία ανάμεσα στους μεγαλύτερους ιδιοκτήτες πολυκατοικιών. Με άλλα λόγια χρησιμοποιούσαν τα κεφάλαια που είχαν συσσωρεύσει από το εμπόριο για να αξιοποιήσουν ένα χαρακτηριστικά αστικό πόρο εισοδήματος που ήταν η εκμίσθωση κατοι-κιών. Ο Károly Vörös επεσήμανε πρώτος κατά την έρευνα των μεγαλύτερων φορολογου-μέ-νων του 1873 τον εξαιρετικά μεγάλο αριθμό των απογόνων των ελληνικών εμπορικών οικο-γε-νειών ανάμεσα στους υψηλοεισοδηματίες ιδιοκτήτες πολυκατοικιών. Αν και είχαν εγ-κα-τα-λείψει τον χώρο της οικονομικής ζωής, στην απόκτηση εισοδημάτων αστικά πρότυπα και τα με-γά-λης αξίας ακίνητά τους συνέβαλλαν στην αστικοποίηση και στην όψη μιας με-γα-λού-πο-λης.
Από τις τρεις οικογένειες η πιο ισχυρή τάση ενσωμάτωσης στην αριστοκρατία παρατηρείται στην πορεία της οικογένειας Derra η οποία είχε συγγένεια με τον βαρόνο Σίνα. Ο γενάρχης του κλάδου της Πέστης ήταν ο Αθανάσιος, υφασματέμπορος της Μοσχόπολης, ο οποίος εγκαταστάθηκε στην Πέστη στη δεκαετία 1770, αγόρασε σπίτι στο κέντρο της πόλης το 1772 και πολιτογραφήθηκε το 1784. Σε λίγο τον ακολούθησε ο γιος (ή αδελφός) του Ναούμ που κι αυτός πολιτογραφήθηκε ως υφασματέμπορος το 1793. Σύζυγός του ήταν η κόρη του ορθόδοξου εμπόρου Mocsonyi (ή αλλιώς Popovich), ο οποίος έφερε τίτλο ευγενείας από το 1783. Ο ίδιος πήρε τον τίτλο ευγενείας το 1820 σε αντάλλαγμα για το άτοκο δάνειο ύψους 10.000 φιορινίων που χορήγησε στον δήμο το 1805. Την ίδια χρονιά, το 1820, ζήτησε και πήρε άδεια χονδρικής πώλησης και δραστηριοποιήθηκε μέχρι τον θάνατό του, ως τις αρχές της δεκαετίας 1840. Μεγάλο μέρος των κεφαλαίων του το επένδυσε σε ακίνητα: είχε αρκετές πολυκατοικίες και αγροτικά ακίνητα στην Πέστη, Βούδα και Miskolc, καθώς επίσης το φέουδο του Moroda. Επομένως, ο Ναούμ συνέχισε την εμπορική δράση και μετά την απονομή του τίτλου ευγενείας. Από τους πέντε γιους του μόνο ο Αναστάσιος έλαβε μέρος για ένα διάστημα στην πατρική επιχείρηση. Δεν άνοιξε δικό του μαγαζί: αυτό συνάγεται από το γεγονός ότι το 1839 πολιτογραφήθηκε ως κτηματίας και επίτιμος ειρηνοδίκης. Όπως φαί-νεται, τον ενδιέφερε πιο πολύ η κοινωνική και πολιτική δράση. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στην Κοινοπραξία της Γέφυρας των Αλυσίδων, της οποίας διατέλεσε και διευθυντής και έτσι σχετίστηκε και με τον Széchenyi, ο οποίος πήγαινε στις χοροεσπερίδες και τα γεύματά του, όπως λάμβανε και ο ίδιος πρόσκληση στα δείπνα που παρέθετε ο κόμης, για χωρίς τίτλο ευγε-νείας προσκεκλημένους και επιχειρηματικούς συνεταίρους. Η σύζυγός του, επίσης από οικο-γένεια ευγενών, ήταν από τα σημαίνοντα στελέχη της Αδελφότητος Κυριών. Σίγουρα αύξανε το κοινωνικό γόητρο του Derra το γεγονός ότι μέσω της αδελφής της Κατερίνας ήταν γαμ-πρός του Γεωργίου Σίνα, ενός από τους πιο γνωστούς και πλούσιους τραπεζίτες της Βιέννης, πράγμα που εξηγεί εν μέρει και τις συχνές συναντήσεις του με τον Széchenyi. Ο πλούτος, οι διασυνδέσεις και οι φιλελεύθερες πολιτικές ιδέες του είχαν προλειάνει το έδαφος για την εισδοχή του στους αριστοκρατικούς κύκλους: το 1848 έγινε μέλος του Αντιπολιτευτικού Ομίλου, ο γιος του Κωνσταντίνος έλαβε μέρος στον Αγώνα του ’48 ως υπολοχαγός του Εθνι-κού Στρατού και μετά την ήττα της Επανάστασης διέφυγε στο εξωτερικό. Η υιοθέτηση του αριστοκρατικού τρόπου ζωής για τον Αναστάσιο δεν οδήγησε στην επανάπαυση του αργό-σχολου γαιοκτήμονα που ζούσε από τα κτήματά του, η ζωή όμως των αδελφών του θύμιζε πιο πολύ τα στερεότυπα που δημιουργήθηκαν για τον αστό που έλαβε τίτλο ευγενείας
.
Popovics (Motsonyi) Péter, Demeter, Gábor, János és Mihály nemesi címere Όταν πέθανε η χήρα του Ναούμ το 1847, άφησε την περιουσία της στους 5 γιους και τις 2 κόρες της, καθώς και στον εγγονό της από την τρίτη κόρη της η οποία είχε αποβιώσει. Ο γιος της Κωνσταντίνος, ο οποίος για ένα διάστημα ήταν αντιπρόσωπος του βαρόνου Σίνα στην Πέστη, λίγους μήνες αργότερα την ακολούθησε στον τάφο, την κόρη του Κατερίνα την μεγάλωσε και την πάντρεψε με τον György Vrányi η χήρα του, η Anna Dumcsa, η οποία καταγόταν επίσης από πλούσια οικογένεια εμπόρων. Ο Αναστάσιος πέθανε το 1851 και δεν έχουμε πληροφορίες για αξιόλογη οικονομική ή πολιτική δραστηριοποίηση των τριών παιδιών του. Ο αδελφός του Μιχάλης αναφέρεται ως γαιοκτήμονας στη διαδικασία διακανονισμού της κληρονομίας και σύμφωνα με την κρίση του διαθέτη έκανε ζωή σπάταλη, ακριβώς όπως οι δύο αδελφοί του, ο Αλέξανδρος – που έφερε βαθμό υπολοχαγού και είχε κηρυχθεί σε πτώχευση – και ο Ναούμ. Ο δεύτερος δεν έλαβε μερίδιο από την περιουσία διότι, παρά την απαγόρευση της μητέρας του, παντρεύτηκε μη ορθόδοξη κοπέλα, και πέθανε σχεδόν στην ψάθα το 1868. Η γραμμή των θηλυκών παιδιών είχε περισσότερη επιτυχία: όπως γνωρίζουμε, η Κατερίνα ήταν σύζυγος του βαρόνου Σίνα και η Ελένη πήρε και αυτή ευγενή, αλλά οι κόρες ζούσαν στη Βιέννη.
Με άλλα λόγια, η περιουσία των Derra δεν άντεξε στον χρόνο στον βαθμό που ίσχυε για τις άλλες δύο οικογένειες που έφεραν τίτλο ευγενείας, οι οποίες είχαν ακόμη και το 1873 υψηλή κα-τάταξη στον κατάλογο των πιο εύπορων δημοτών της Πέστης. Τότε οι Derra δεν αναφέ-ρον-ταν πλέον ανάμεσα στους πιο μεγάλους φορολογούμενους.

Οι Έλληνες έμποροι από τον 18ο αι. ενσωματώθηκαν σταδιακά στην αστική κοινωνία της Πέστης και μερικοί βρήκαν θέση και στις τάξεις των ευγενών. Δεν είχαν όμως αποβάλει την ελληνική τους ταυτότητα. Αυτό μαρτυρούν οι δωρεές που έκαναν στην Ορθόδοξη Εκκλησία και ιδίως στον ελληνορθόδοξο ναό και στο σχολείο. Ιδιαίτερη γενναιοδωρία έδειξε ο Κωνσταν-τίνος, πατέρας του György Takátsy, ο οποίος πέθανε το 1820 και άφησε τα δύο τρίτα περίπου των ευσεβών δωρεών που έκανε στην Ορθόδοξη Εκκλησία και ιδίως στον ναό των Ελλη-νο-βλάχων. Έδωσε πέντε χιλιάδες φιορίνια στο ελληνικό σχολείο της Πέστης για την περίπτωση που «θα έμενε ελεύθερο από την επιρροή των Μακεδονοβλάχων», δηλ. θα ήταν όντως ελληνικό σχολείο
.
Popovics Dénes nemesi címere Οι σχέσεις των Ελλήνων της Πέστης ήταν στενές όχι μόνο με την εδώ ενορία, αλλά και με την πατρίδα τους. Στα τέλη του 18ου αι. η πρώτη γενιά λόγω οικονομικών και συγγενικών σχέσεων είχε συνεχή επαφή με τους δικούς τους στην πατρίδα. Τις σχέσεις αυτές ενίσχυε το γεγονός ότι ένας από τους πνευματικούς ηγέτες του Ελληνισμού της Ουγγαρίας, ο Γεώργιος Ζαβίρας έζησε ένα διάστημα στην Πέστη και άφησε την πλούσια βιβλιοθήκη του στην εκεί ελληνική κοινότητα. Είχε δημιουργηθεί και στην Πέστη η οργάνωση της Φιλικής Εταιρίας η οποία διατηρούσε στενές σχέσεις με το κίνημα του Ρήγα Βελεστινλή στη Βιέννη. Οι εδώ Έλ-ληνες όχι μόνο παρακολουθούσαν, αλλά και ενίσχυαν τον αγώνα για την ελευθερία. Ο György Lászánisz, γαμπρός του Miklós Takiadzisz, Έλληνα εμπόρου της Πέστης έγινε στενός συνεργάτης του Αλέξανδρου Υψηλάντη και το 1821, όταν ήρθαν τραυματίες του Ιερού Λόχου στην Πέστη, οι Έλληνες της πόλης τους συνέδραμαν με κάθε δυνατό τρόπο. Από μια μαρτυρική κατάθεση που ελήφθη σε άλλη περίσταση προκύπτει ότι ο Konstantin Vrányi βοήθησε τους αγωνιστές με 15.000 φιορίνια. Οι τυχαίες και σκόρπιες αυτές μαρτυρίες είναι ενδεικτικές των στενών δεσμών που συνέδεαν την ελληνική κοινότητα της Πέστης με την Ελλάδα παρά την εδώ εγκατάσταση, τη σημαντική οικονομική θέση και την κοινωνική καταξίωσή τους.

(Μετάφραση: András Mohay)



EPA Budapesti Negyed 54. (2006/4) Αξιότιμοι Εταίροι... < > Kerényi: Ο Έλληνας μαικήνας...